κατορθωτής

κατορθωτής
ό (ΑΜ κατορθωτής) [κατορθώ]
αυτός που κατορθώνει, που εκτελεί κάτι με επιτυχία
αρχ.
ιδρυτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατορθωτής — one who successfully accomplishes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθωτήν — κατορθωτής one who successfully accomplishes masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθωτικός — κατορθωτικός, ή, όν (ΑΜ) [κατορθωτής] ο ικανός να κατορθώνει, ο κατάλληλος να επιτυγχάνει («περί πάντα μὲν ταῡτα ὁ ἀγαθός κατορθωτικός ἐστιν, ὁ δὲ κακός, ἁμαρτητικός», Αριστοτ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατορθωτικόν η ιδιότητα αυτού που… …   Dictionary of Greek

  • κατορθωτάς — κατορθωτά̱ς , κατορθωτής one who successfully accomplishes masc acc pl κατορθωτά̱ς , κατορθωτής one who successfully accomplishes masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”